Ζαχαρίας Καρατσιουμπάνης:
Για την βιβλιοθήκη



Τ

ην βιβλιοθήκη με την οποία το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού προίκισε το βερολίνιο παράρτημά του την επισκέφθηκα για πρώτη φορά προ δεκαετίας  και την συμπάθησα κεραυνοβόλως. Το παράρτημα στεγαζόταν τότε στον τέταρτο όροφο του κτηρίου της Πλατείας Βιττεμβέργης και τα βιβλία του φιλοξενούνταν σε ανατολικό δωμάτιο (όπως και στους νέους χώρους άλλωστε, και ορθώς, ex oriente γαρ lux), ένα δωμάτιο επίμηκες, με τοίχους καλυμμένους μέχρις οροφής από βιβλία, και με ήπιο φωτισμό, ίσως χαμηλότερο του δέοντος αλλά απολύτως αρμόζοντα προς την επικρατούσα ατμόσφαιρα που θύμιζε studiolo φιλογράμματου ηγεμόνα της ιταλικής Αναγέννησης.

Όταν δύο χρόνια αργότερα άρχισα να εργάζομαι στο Ίδρυμα ως καθηγητής Νέων Ελληνικών, ο χώρος της βιβλιοθήκης περιέβαλλε ιδανικά τα μαθήματα αποσπώντας συχνά, για το φιλόξενο θάλπος του, τα ευχαριστήρια σχόλια των μαθητών, οι ελληνομαθέστεροι εκ των οποίων δεν παρέλειπαν να δανείζονται και, θέλω να ελπίζω, να διαβάζουν μερικά από τα ελληνόγλωσσα  βιβλία που παρακολουθούσαν κάθε εβδομάδα από τα πέριξ ράφια την πρόοδό τους στην εκμάθηση της γλώσσας.

Τον Φεβρουάριο του 1999 η βιβλιοθήκη, όπως και όλο το παράρτημα, έπεσε θύμα της εξωτερικής πολιτικής, δεχόμενη την εισβολή μιας ορδής ακτιβιστών, οι οποίοι με υποδειγματική μεθοδικότητα επεδόθησαν στην αρχαιοπρεπή πρακτική της δηώσεως αρχίζοντας από την θραύση των αφοδευτικών λεκανών και φθάνοντας στον διασπαραγμό των βιβλίων.  Ακολούθησαν ημέρες σωστικών ανασκαφών σε χάρτινους σωρούς και ηθικών διλημμάτων για τον καθορισμό τού βαθμού ιασιμότητας κάθε κακοποιημένου τόμου.  Η απόφαση μετατροπής ενός βιβλίου σε απόρριμμα ήταν άκρως επώδυνη αλλά αναγκαία και ευτυχώς χάρις στην άφιξη νέων βιβλίων η βιβλιοθήκη γρήγορα αποκαταστάθηκε στην παλαιά της μορφή, διατηρώντας μέχρι σήμερα, ως υπομνήματα των δύσκολων ωρών της, κηλίδες, αμυχές και ρήγματα στο σώμα πολλών βιβλίων και στις επιφάνειες κάποιων επίπλων της.  Το πρόβλημα που απομένει και αναμένει την λύση του είναι αυτό της βιβλιοθηκονομικής επεξεργασίας της συλλογής, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της είχε διεκπεραιωθεί και απωλέσθη.

 

Από την εποχή κατά την οποίαν ο Βολταίρος παραπονιόταν ότι στο Βερολίνο υπήρχαν πλείστες όσες ξιφολόγχες και ελάχιστα βιβλία η κατάσταση έχει άρδην μεταβληθεί και η "Αθήνα του Σπρέε" σήμερα εξακολουθεί να είναι, παρά τις ενέργειες πανικόβλητων  και αλόγιστων λογιστών, μία από τις σημαντικότερες κατά Κουμανούδη "βιβλιακές πόλεις".  Όσο για τους φιλόβιβλους Έλληνες δεν μπορούν φυσικά να λησμονούν ότι σε αυτήν την πόλη μια κρύα ημέρα των μέσων του 19ου αιώνα ένας  Έλληνας φοιτητής, ο οποίος δεν είχε ανακαλύψει ακόμη την χρήση "ούτε της καπνοσύριγγος, ούτε του ζύθου, ούτε των δημοσίων χορών",  κατέφυγε  σε μια "έρημον βιβλιοθήκην και από αιθούσης εις άλλην περιφέρων τα χασμήματα και την ανίαν" του άρχισε να συγκεντρώνει υλικό για να γράψει ένα από τα απολαυστικότερα νεοελληνικά λογοτεχνήματα.

Αν το Βερολίνο λοιπόν έθεσε στην διάθεση του Εμμανουήλ  Ροΐδη "τας ευρωτιώσας εκείνας μεγαβίβλους", από την σαπρότητα των οποίων το γόνιμο πνεύμα του κατόρθωσε να βγάλει σφριγηλή και ακμαία την διαβόητή του πάπισσα, θα ήταν ασφαλώς άτοπο να μην τεθούν τα βιβλία  τού Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού Βερολίνου στην διάθεση των κατοίκων της πόλης του απλώς και μόνον για βιβλιοθηκονομικούς λόγους.  Τα βιβλία που δεν διαβάζονται μετατρέπονται σε μητέρες και τροφούς επιβλαβών εντόμων, προειδοποίησε ο όσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, και όποιον ευθύνεται για την διατήρηση αδιάβαστων βιβλίων τον κόσμησε με τον χαριτωμένο νεολογισμό του "βιβλιοτάφου".  Το Ίδρυμα επιθυμεί και ενθαρρύνει τις επαφές της βιβλιοθήκης του με τους αναγνώστες και χαίρεται για κάθε δανεισμό, έστω και αν το εν χρήσει σύστημα δεν είναι το πλέον ενδεδειγμένο.  Προσεχώς άλλωστε αναμένεται  η έξοδος της συλλογής του στους ευάερους λειμώνες τού κυβερνοχώρου που καθιστούν περιττή κάθε μέριμνα απεντόμωσης.