Ζαχαρίας Καρατσιουμπάνης:
Τα Ελληνικά στην Εσπερία



Δ

εν έχουν μόνον τα βιβλία την δική τους μοίρα, κατά τον περιφερόμενο στίχο του Τερεντιανού Μαύρου, αλλά και οι γλώσσες.  Η μοίρα στην Ελληνική επέκλωσε βίο μακραίωνα και πρωτεϊκό. Της απέδωσε τα πρεσβεία καθιστώντας την εκφραστικό όργανο των αρχαιότερων ευρωπαϊκών λογοτεχνημάτων, τα οποία μετά είκοσι οκτώ εκατονταετίες συνεχίζουν να παρέχουν λόγο ύπαρξης σε πολλούς από όσους άφρονες τολμούν ακόμη να αφιερώσουν την ζωή τους στις ανθρωπιστικές σπουδές. Της εξασφάλισε διεθνή διάδοση, ώστε ο Κικέρων να μπορεί να γράφει ότι τα Ελληνικά μιλιούνται σε όλους σχεδόν τους λαούς χωρίς να υπερβάλλει, αφού στα χρόνια που ακολούθησαν στην γλώσσα αυτή έγραψε τις διασκεδαστικές του ιστορίες επιστημονικής φαντασίας ο Σύρος Λουκιανός από τα Σαμόσατα, υπομνημάτισε την Πεντάτευχο ο Ιουδαίος Φίλων από την Αλεξάνδρεια  και επέδειξε την πολυμάθειά του ο Γαλάτης Φαβωρίνος από την Arles . Την έκανε γλώσσα chic, ώστε οι Αύγουστος,  Τιβέριος και λοιπή αυτοκρατορική συντροφία να στιχουργούν ελληνιστί,  ώστε ο αδιόρθωτος Νέρων να μην παραμελεί την λογοτεχνική διακόσμηση του θανάτου του απαγγέλλοντας Ιλιάδα λίγο πριν βυθίσει το ξίφος στον λαιμό του, ώστε οι  Ρωμαίες "κυρίες του καλού κόσμου" να διασπείρουν ελληνικές λέξεις στις επιστολές τους και η ταλαίπωρη εκείνη Λαιλία, τυρρηνικής καταγωγής και κάτοικος της Πατρικίας Οδού, να κάνει εν μέση Ρώμη κατάχρηση των προσφωνήσεων "Κύριέ μου, μέλι μου, ψυχή μου" επιδιώκοντας την αναβάθμιση του "image" της και επισύροντας τα γνωστά σχόλια του σκορπιώδους Μαρτιαλίου.  Της εξασφάλισε την παρουσία της σε θεολογικές σχολές, που  θα είχαν κάθε λόγο να τηρούν ευπρεπείς αποστάσεις από μια γλώσσα η οποία τόσο ασχολήθηκε με μοιχείες θεών και καλλίγλουτα μειράκια, κάνοντάς την μέσο διάδοσης μιας νέας θρησκείας που σημείωσε εξαιρετική επιτυχία και εξακολουθεί να θάλλει, παρά το πλήθος των βαρβαρισμών και των σολοικισμών του μανιφέστου της, ενός κειμένου που θα υπέβαλλε σε δεινή δοκιμασία τα νεύρα των σχολαστικών γραμματικών της εποχής. Και έπειτα, η μοίρα της περιόρισε την Eλληνική στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εξαφανίζοντάς την από την Δύση, με συνέπεια το διαβόητο εκείνο "Graecum est, non legitur" διά του οποίου οι μεσαιωνικοί σχολιαστές του Corpus iuris δεν ενδοίαζαν να δικαιολογούν τα χάσματα του κειμένου τους.



Όταν τελικά ύστερα από αιώνες αφανείας η Ελληνική ανεφάνη στην Εσπερία, έγινε δεκτή με καχυποψία. Τον 13ο αιώνα Γάλλος ιεροκήρυκας διέδιδε από του άμβωνος ότι "Lingua nova Greca inventa...Ανεκαλύφθη νέα τις γλώσσα καλουμένη Ελληνική. Προσέχετε απ' αυτής, ότι όργανον τυγχάνει μαγείας, ακολασίας και πάσης μαγγανείας. Πλήρης δε εστί βλασφημιών, και ουαί τω γινώσκοντι και μίαν ή δύο εξ αυτής λέξεις", στην απόδοση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.  Και όντως η γλώσσα είχε κάτι μαγικό και όχι μόνον αληθώς ανέστη στην δυτική Ευρώπη αλλά και κατέκτησε πρωτεύουσα θέση στα σχολεία της αποτελώντας επί μακρόν απαραίτητο προσόν και γνώρισμα των "πεπαιδευμένων".  Σε τέτοιο βαθμό, που ο εθνικός τραγωδιογράφος της Ιταλίας, Vittorio Alfieri,  αφού εξέμαθε τα αρχαία ελληνικά μετά το 45ο έτος της ηλικίας του στα τέλη του 18ου αιώνα, συνέθεσε υπερήφανος επιγράμματα στην γλώσσα του Πινδάρου και φρόντισε να κάνει κακεντρεχείς παρατηρήσεις για την νεοελληνική προφορά της τονίζοντας ότι ο ίδιος πρόφερε ερασμικά και "όχι όπως ηλιθίως προφέρουν οι σύγχρονοι Έλληνες που, χωρίς να το καταλάβουν, βρέθηκαν  να έχουν ένα αλφάβητο με πέντε ιώτα ούτως, ώστε τα Ελληνικά τους να είναι περισσότερο ένας συνεχής ιωτακισμός, ένα χλιμίντρισμα αλόγου παρά η γλώσσα του πιο αρμονικού λαού που υπήρξε ποτέ".

Και όμως η χρεμετίζουσα αυτή Νέα Ελληνική, που στην πορεία τής διαμόρφωσής της έφθασε να κοστίσει ανθρώπινες ζωές σαν περιμάχητη νύφη, πλάσθηκε μέσα από την εργασία και τις διενέξεις οξυδερκών και αμβλυδερκών λογίων και κέρδισε το ενδιαφέρον και ενίοτε την αγάπη φυσικών και μη ομιλητών της.

Έναν περίπου αιώνα μετά τα σχόλια του κόμητος Alfieri, η αυτοκράτειρα Ελισάβετ, γνωστότερη τοις πάσιν ως Sissi, στους περιπάτους της ανά τους κήπους του βιενναίου Schönbrunn και του κερκυραϊκού Αχιλλείου εξασκούσε τα Νέα Ελληνικά της, εκθείαζε την Ελλάδα και υποστήριζε ότι, όταν οι Έλληνες μιλούν, είναι σαν μουσική.

Αυτή ακριβώς η ουδόλως χρησιμοθηρική σχέση με την γλώσσα, που αφορμάται από έρωτα προς ήχους, τοπία ή πρόσωπα, αποτελεί κατά κανόνα το κίνητρο για την εκμάθηση των Νέων Ελληνικών εκτός Ελλάδος.  Στο Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού Βερολίνου μαθαίνουν Ελληνικά πάνω από εκατό σπουδαστές.  Οι περισσότεροι προσέρχονται στα μαθήματα ύστερα από μια ημέρα βιοποριστικής εργασίας.  Η απόφασή τους ωστόσο να βρίσκονται εκεί είναι ως επί το πλείστον ηδονικής αιτιολογίας.